- Λεωτροφιδης
- Λεωτροφίδης-ου ὅ Леотрофид (дифирамбический поэт, худоба которого вошла в поговорку) Arph., Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Λεωτροφίδης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεωτροφίδην — Λεωτροφίδης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεωτροφίδου — Λεωτροφίδης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεωτροφίδῃ — Λεωτροφίδης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)